- λέπαδνον
- το шлея (часть сбруи)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λέπαδνον — broad leather strap neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπάδνοις — λέπαδνον broad leather strap neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπάδνου — λέπαδνον broad leather strap neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπάδνων — λέπαδνον broad leather strap neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπάδνῳ — λέπαδνον broad leather strap neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέπαδνα — λέπαδνον broad leather strap neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέπαδνο — το (Α λέπαδνον και λέπαμνον) νεοελλ. δερμάτινος ιμάντας που συνάπτεται στο πίσω μέρος τής σαγής τού ίππου για να τόν εμποδίζει να λακτίζει αρχ. 1. ιμάντας που συνδέει τον ζυγό με τον μασχαλιστήρα τών υποζυγίων («ἅρμασιν δ ὕπο ζεύγνυσιν αὐτὼ καὶ… … Dictionary of Greek
λεπαδνιστήρ — λεπαδνιστήρ, ῆρος, ὁ (Α) το άκρο τού λεπάδνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέπαδνον, μέσω ενός αμάρτυρου *λεπαδνίζω + επίθημα τήρ, δηλωτικό οργάνου (πρβλ. βραχιονισ τήρ, κορυφισ τήρ)] … Dictionary of Greek
λεπάδνωι — λεπάδνῳ , λέπαδνον broad leather strap neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέπαδν' — λέπαδνα , λέπαδνον broad leather strap neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)